μετοχέτευση

μετοχέτευση
η (ΑΜ μετοχέτευσις) [μετοχετεύω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετοχετεύω, μεταφορά μέσω οχετού ενός υγρού από ένα σώμα σε άλλο ή από έναν τόπο σε άλλο
αρχ.
αστρολ. μεταβολή τής φύσης όταν κάποιος πλανήτης μεταβαίνει από τη συζυγία την οποία απαρτίζει μαζί με έναν πλανήτη σε συζυγία με άλλον πλανήτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετοχετεύσῃ — μετοχετεύσηι , μετοχέτευσις conveyance in a duct fem dat sg (epic) μετοχετεύω convey in a channel aor subj mid 2nd sg μετοχετεύω convey in a channel aor subj act 3rd sg μετοχετεύω convey in a channel fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”